Της Ελένης Τζιωνή
Δικηγόρος – υποψήφια Βουλευτής Λάρνακας με το ΑΚΕΛ Αριστερά – Κοινωνική Συμμαχία
Η δημόσια συζήτηση των τελευταίων ημερών περιστρέφεται γύρω από το “παραιτούμαι – δεν παραιτούμαι” του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ζήτημα το οποίο σε ένα κράτος δικαίου θα έπρεπε, από τη στιγμή δημοσιοποίησης του, να είχε ήδη ενεργοποιήσει τις αυτόματες δικλείδες διαχείρισης. Όταν ο ίδιος δηλώνει ότι δεν παραιτείται, και ότι ποτέ δεν μίλησε για διαφθορά στην Αστυνομία, και κυβερνητικοί αξιωματούχοι αντιτείνουν ότι σε συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τέθηκαν ζητήματα διαφθοράς, υποκλοπών και απειλών, τότε το πρώτο ερώτημα το οποίο εγείρεται είναι: γιατί οι προβληματισμοί δεν συνοδεύτηκαν από ενδεδειγμένες ενέργειες; Το σημείο αυτό αποτελεί και την ουσία της θεσμικής μας πληγής.
Εάν ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν δρα άμεσα και αποφασιστικά, αλλά αφήνει υπόνοιες να αιωρούνται, εκφράζοντας παράλληλα και σκέψεις για παραίτηση του, και στη συνέχεια δηλώνει ότι δεν παραιτείται, τότε δεν παρατηρούμε απλώς μία επικοινωνιακή ανακολουθία. Το ζήτημα αποτελεί, χωρίς καμία αμφιβολία, μία θεσμική στρέβλωση. Και όταν πλέον δεν αμφισβητείται από κανένα το ότι:
– ο υπόκοσμος απειλεί πρόσωπα στα πιο υψηλά αξιώματα της Δημοκρατίας, και
– το οργανωμένο έγκλημα «διοικείται» πίσω από τα τείχη των φυλακών,
τότε δεν δικαιούται κανείς — και περισσότερο από όλους ο καθ’ ύλην αρμόδιος αξιωματούχος της Δημοκρατίας ο οποίος ορκίστηκε να πατάξει την παρανομία — να απαντά ότι “ουδέποτε υπέβαλα παραίτηση”, “δεν το είπα”, “δεν παραιτούμαι”. Η συνταγματική πραγματικότητα, επιτάσσει ότι ο θεσμός ο οποίος είναι καθ’ ύλην αρμόδιος να ενεργεί προς διασφάλιση των συμφερόντων του κράτους συμπεριλαμβανομένης και της πάταξης του εγκλήματος, δεν δικαιούται να παραμένει απαθής. Οφείλει να ενεργεί με τρόπο ανάλογο προς τον θεσμό, ο οποίος είναι ο δεύτερος τη τάξει ρυθμιστής της νομιμότητας.
Σε περίπτωση ύπαρξης απειλών από τον υπόκοσμο, θα πρέπει να γίνουν τα κατάλληλα διαβήματα προς τις Αρχές – Αρχές οι οποίες εκτελούν τις δικές του εντολές, να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί προστασίας μαρτύρων/πληροφοριών, να ζητηθεί θεσμική συνδρομή, να τεθεί σε ποινική διερεύνηση κάθε ισχυρισμός που εφάπτεται στην ασφάλεια του κράτους και του δημοσίου συμφέροντος.
Αν διοικείται το οργανωμένο έγκλημα από τις φυλακές, θα έπρεπε ήδη να ανοίξουν υποθέσεις, να ασκηθούν διώξεις, να αλλάξει το πλαίσιο σωφρονιστικής και αστυνομικής εποπτείας. Δυστυχώς, τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν έχει κινηθεί.
Παράδοξη είναι επίσης η παραδοχή ότι, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε πρόθεση για παραίτηση του για λόγους που αφορούν ζητήματα δημόσιας ασφάλειας, εν τέλει αρνήθηκε την παραίτηση του, αλλά δεν προχώρησε σε καταγγελίες· αφήνει υπόνοιες να κυκλοφορούν ως διαρροές, αλλά όχι ως νομικές αναφορές· μιλά για κινδύνους κατά το δοκούν, αλλά όχι μέσω θεσμικής ενέργειας. Αυτό δεν είναι προσωπική ασυνέπεια. Είναι το σύμπτωμα ενός κράτους με κουλτούρα ατιμωρησίας, το οποίο μάλιστα εκδηλώνεται μέσω του αρμόδιου αξιωματούχου για την πάταξη της.
Η θέση είναι καθαρή και νομικά αναντίλεκτη.
– Ή ενεργοποιούνται θεσμικά οι καταγγελίες με νομικές πράξεις (αναφορές, έρευνες, διώξεις).
– Ή αποχωρεί αξιοπρεπώς για να σωθεί το κύρος του λειτουργήματος που υπηρετεί.
Ως επιτάσσει ο όρκος στο Σύνταγμα, ενδιάμεση επιλογή δεν υπάρχει. Η υπόθεση Αγγελίδη έχει αναδείξει τον κίνδυνο του να τίθενται στην αρένα εικαζόμενης πληροφόρησης, θέματα δημόσιας ασφάλειας, χωρίς θεσμικές δράσεις από τους καθ’ ύλην αρμόδιους αξιωματούχους. Τέτοιες προσεγγίσεις οδηγούν στην απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, στην απώλεια του αισθήματος ασφάλειας στον τόπο μας και στην περαιτέρω ενίσχυση της γενικής απαξίωσης. Οι θεματοφύλακες του κράτους δικαίου, έχουν υποχρέωση όπως αναλάβουν δράση και όπως πάντοτε ενεργούν με διαφάνεια προς το δημόσιο συμφέρον, θεμελιώνοντας έτσι το κράτος δικαίου, όχι μόνο στην πράξη αλλά και στη συνείδηση των πολιτών. Οι πολίτες έχουν ανάγκη όπως η Δημοκρατία λειτουργεί ως πραγματική ασπίδα απέναντι στο έγκλημα, και πρέπει να το απαιτήσουμε τώρα — με επιμονή, θάρρος και τόλμη.
